αρκουδίσιος

αρκουδίσιος
-α, -ο
1. αυτός που προέρχεται από αρκούδα («αρκουδίσιο δέρμα»)
2. εκείνος που ανήκει σε αρκούδα ή που τη θυμίζει («αρκουδίσιο μούτρο»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αρκουδίσιος, -ια, -ιο — αυτός που ανήκει στην αρκούδα ή έχει σχέση ή ομοιότητα μ αυτή: Την πείραζαν λέγοντας πως έχει αρκουδίσια περπατησιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άρκειος — ἄρκειος, ον και ος, α, ον (Α) 1. (ο άνεμος) που πνέει από την άρκτο, ο βόρειος 2. αυτός που ανήκει σε άρκτο, ο αρκουδίσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρκτος, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος] …   Dictionary of Greek

  • αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”